Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2005

Γνωρίζοντας τους μετανάστες στην Ελλάδα


(Μέρος πρώτο)

 Το άρθρο αυτό αλλά και τα υπόλοιπα που θα ακολουθήσουν, αποτελούν μια προσπάθεια γνωριμίας των μεταναστών, που ζουν και εργάζονται στη χώρα μας. Η παράθεση στοιχείων (για τον αριθμό τους, τις χώρες προέλευσης, την κοινωνική τους ένταξη κλπ) ελπίζω να καταδείξει το πόσο τελικά αναγκαίοι είναι και το πόσο άδικο είναι να θεωρούνται πολίτες β’ κατηγορίας.

Η Ελλάδα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat και του Συμβουλίου της Ευρώπης για το 2002, παρουσιάσε το εξής παράδοξο: από τη μία μεριά δημογραφική μείωση και από την άλλη πληθυσμιακή αύξηση. Έτσι, ενώ η απογραφή του 2001 (τελευταία απογραφή) ο πληθυσμός της Ελλάδας ήταν 10.018.400, το 2002 αυξήθηκε σε 11.018.400. Η αύξηση αυτή οφείλεται αποκλειστικά στη μετανάστευση, καθώς η φυσική αύξηση του πληθυσμού είχε αρνητικό πρόσημο: 102.500 γεννήσεις, -104.200 θάνατοι.

Σύμφωνα με την απογραφή του 2001 καταγράφηκαν στην Ελλάδα 762.191 μετανάστες. Έρευνες από τον ΟΑΕΔ και το Εργατικό Κέντρο Αθήνας, εκτιμήσεις από τις αστυνομικές και διοικητικές αρχές και εκτιμήσεις από την απογραφή του 2001 συγκλίνουν στην άποψη πως ο αριθμός των μεταναστών, ο οποίος δεν είναι πουθενά καταγεγραμμένος, ανέρχεται ανάμεσα στις 200.000 με 300.000. Οι μετανάστες αποτελούν δηλαδή περίπου το 8-10% του συνολικού πληθυσμού της χώρας.

Ο αριθμός των χωρών προέλευσης των μεταναστών είναι 215. Το μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού των μεταναστών (92%) προέρχεται από 24 χώρες και το άλλο 8% από τις υπόλοιπες. Συνολικά το 75% των μεταναστών προέρχεται από την Ευρώπη και το 15% από την Ασία. Ενδεικτικά, θα ήθελα να αναφέρω ότι το μεγαλύτερο μέρος των μεταναστών προέρχεται από την Αλβανία (65%). Δεύτερη χώρα έρχεται η Βουλγαρία (6,8%) και τρίτη η Ρουμανία (4,6%). Η περιοχή λοιπόν των Βαλκανίων αποτελεί το μεγαλύτερο τροφοδότη μεταναστών για την Ελλάδα. Ακολουθούν οι χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης (κυρίως η Ουκρανία με 2,6% και η Γεωργία με 2%). Η Πολωνία επίσης από την Κεντρική Ευρώπη εμφανίζει αξιόλογο μεταναστευτικό πληθυσμό, που διαμένει στην Ελλάδα (2,3%). Ένα σημαντικό αριθμό μεταναστών προσφέρουν επίσης οι χώρες της Ινδοπακιστανικής Χερσονήσου (Ινδία, Πακιστάν, Μπαγκλαντές, 5,4%) και η ομάδα των Αραβικών χωρών (Αίγυπτος, Συρία, Ιράκ, 3,4% και για τις 3 χώρες).

Εκτός από την ομάδα των αλλογενών αλλοδαπών, η οποία είναι και η πολυπληθέστερη, υπάρχουν και οι ομογενείς μετανάστες: οι Πόντιοι, που αριθμούν 150.000-160.000 και οι Βορειοηπειρώτες 50.000. Επίσης, στην Ελλάδα ζουν και αναγνωρισμένοι πολιτικοί πρόσφυγες, οι οποίοι ανέρχονται σύμφωνα με εκτιμήσεις σε 6.000-7.000. Οι περισσσότεροι είναι κουρδικής καταγωγής, από το βόρειο Ιράκ, το Ιράν και την Τουρκία.

Οι μετανάστες ήρθαν στην Ελλάδα κατά δύο κύματα. Οι μετανάστες του πρώτου κύματος (1991-1997) διαφοροποιούνται από τους μετανάστες του δεύτερου κύματος (από το 1997 και μετά), κυρίως προς τον βαθμό ένταξης τους στην ελληνική πραγματικότητα, από την άποψη συνθηκών διαβίωσης και εργασίας. Οι μετανάστες του πρώτου κύματος ζούσαν σε πολύ άσχημες συνθήκες, σε παλαιά και αρκετές φορές εγκαταλελειμμένα σπίτια ή ακόμη και οικοδομές, στοιβαγμένοι με ελάχιστες ως ανύπαρκτες βασικές ανέσεις (νερό, ηλεκτρικό). Οι μετανάστες στο δεύτερο κύμα είναι μεγαλύτερης ηλικίας, ζούν σε πολύ καλύτερες συνθήκες και έρχονται στην Ελλάδα με προοπτικές μόνιμης εγκατάστασης, φέρνοντας και τις οικογένειες τους. (η συνέχεια στο επόμενο φύλο)...

Βασίλης Λυρίτσης.